αγγειολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγειολογία < (όρος αρχαιολογίας) < αγγειο- + -λογία[1]
- (ιατρικός όρος) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγγειολογία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική angiologie[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγειολογία θηλυκό
- (αρχαιολογία) κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των αγγείων
- (ιατρική) κλάδος της ανατομίας που ασχολείται με τις παθήσεις των αρτηριών, των φλεβών και των λεμφαγγείων
- ⮡ κλινική αγγειολογία, πανελλήνιο συνέδριο αγγειολογίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλάδος της ανατομίας
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 αγγειολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αγγειολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγγειο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)