Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγγειοπάθεια

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειοπάθεια οι αγγειοπάθειες
      γενική της αγγειοπάθειας των αγγειοπαθειών
    αιτιατική την αγγειοπάθεια τις αγγειοπάθειες
     κλητική αγγειοπάθεια αγγειοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγγειοπάθεια < αγγειο- + -πάθεια[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.oˈpa.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγειοπάθεια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγγειοπάθεια θηλυκό

  • (ιατρική) γενική ονομασία πάθησης των αγγείων
      Η διαβητική αγγειοπάθεια ιδιαίτερα των μικρών αγγείων της καρδιάς δεν συνοδεύεται πάντα από υψηλή τιμή σακχάρου στο αίμα.
    Διονύσης Καραλής, Διαβήτης και έμφραγμα, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • αγγειοπάθεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)