αγγειορραγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειορραγία οι αγγειορραγίες
      γενική της αγγειορραγίας των αγγειορραγιών
    αιτιατική την αγγειορραγία τις αγγειορραγίες
     κλητική αγγειορραγία αγγειορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγειορραγία < αγγείο + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγειορραγία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]