αγγειοχειρουργική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγειοχειρουργική < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική chirurgie vasculaire.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγγειο- + χειρουργική.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.çi.ɾuɾ.ʝiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐χει‐ρουρ‐γι‐κή
- ομόηχο: αγγειοχειρουργικοί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγειοχειρουργική θηλυκό
- (ιατρική) ο τομέας της χειρουργικής που περιλαμβάνει τη διάγνωση και θεραπεία των παθήσεων των αγγείων (αρτηρίες, φλέβες, λεμφαγγεία)
πολλά χρόνια εξειδίκευσης θα απαιτούνται πλέον για την αγγειοχειρουργική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγειοχειρουργική
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγγειοχειρουργική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αγγειοχειρουργική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αγγειοχειρουργικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγγειο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)