αγγειοχειρούργος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγειοχειρούργος < αγγειο- + χειρούργος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.çiˈɾuɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐χει‐ρούρ‐γος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγειοχειρούργος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του αγγειοχειρουργός (με μετακίνηση τόνου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειοχειρούργος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αγγειοχειρούργος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγγειο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Μετακινήσεις τόνου (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)