αγγειόσπασμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγειόσπασμος < αγγειό- + σπασμός, (μεταφραστικό δάνειο) διαγλωσσική ορολογία vasospasm [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.ɟiˈo.spa.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ό‐σμα‐σμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγειόσπασμος αρσενικό και αγγειοσπασμός
- (ιατρική) σπαστική συστολή του μυικού χιτώνα του αγγείου, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα μια απότομη τοπική αγγειοσυστολή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειόσπασμος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αγγειόσπασμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγγειό- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)