αγγειόσπασμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγγειόσπασμος οι αγγειόσπασμοι
      γενική του αγγειόσπασμου των αγγειόσπασμων
    αιτιατική τον αγγειόσπασμο τους αγγειόσπασμους
     κλητική αγγειόσπασμε αγγειόσπασμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγειόσπασμος < αγγειό- + σπασμός, (μεταφραστικό δάνειο) διαγλωσσική ορολογία vasospasm [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.ɟiˈo.spa.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ό‐σμα‐σμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγειόσπασμος αρσενικό και αγγειοσπασμός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]