αγγελικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγελικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγγελικός (αρχική σημασία: από αγγελιαφόρο) < ἄγγελ(ος) + -ικός [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αγγελικός, -η, -ο
- που αναφέρεται ή ανήκει στον άγγελο, τον αγγελιαφόρο ή το ουράνιο πλάσμα
- ↪ αγγελική ρήση, αγγελικά τάγματα
- πολύ όμορφος και αγνός
- ↪ αγγελικό πρόσωπο, αγγελικό χαμόγελο
- το μοναχικό σχήμα
- ↪ «ντύθηκε το αγγελικό σχήμα»
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη άγγελος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγελικός
|
[επεξεργασία]
- ↑ «αγγελικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)