Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγγελιοφόρος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αγγελιαφόρος, ἀγγελιαφόρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.li.oˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγελιοφόρος

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγγελιοφόρος οι αγγελιοφόροι
      γενική του/της αγγελιοφόρου των αγγελιοφόρων
    αιτιατική τον/την αγγελιοφόρο τους/τις αγγελιοφόρους
     κλητική αγγελιοφόρε αγγελιοφόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αγγελιοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγγελιαφόρος με τροπή του [a] στο αγγελια- > [o] κατά τα άλλα σύνθετα [1] + -φόρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγγελιοφόρος αρσενικό ή θηλυκό συνήθης γραφή του αγγελιαφόρος

  • (επάγγελμα) που μεταφέρει ένα μήνυμα ή μια είδηση
      Ισως ο αγγελιοφόρος της κοσμοϊστορικής Νίκης του πνεύματος κατά του σκοταδισμού να χρησιμοποίησε τον πλέον σύντομο δρόμο, περίπου 34 χιλιόμετρα και όχι τον κατά 25 αιώνες μεταγενέστερο (περίπου 42 χιλιόμετρα), ο οποίος ήταν άγνωστος και ανύπαρκτος.
    Θ. Γιαννάκης, Ο μαραθωνοδρόμος του «νενικήκαμεν», Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η αγγελιοφόρος το αγγελιοφόρο
      γενική του/της αγγελιοφόρου του αγγελιοφόρου
    αιτιατική τον/την αγγελιοφόρο το αγγελιοφόρο
     κλητική αγγελιοφόρε αγγελιοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγελιοφόροι τα αγγελιοφόρα
      γενική των αγγελιοφόρων των αγγελιοφόρων
    αιτιατική τους/τις αγγελιοφόρους τα αγγελιοφόρα
     κλητική αγγελιοφόροι αγγελιοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
αγγελιοφόρος < αγγελιοφόρος (ουσιαστικό)[2]

Επίθετο

[επεξεργασία]

αγγελιοφόρος, -ος, -ο

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • αγγελιοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)