αγγελοβάρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγελοβάρεμα ουδέτερο
- ο ξαφνικός, ο αιφνίδιος θάνατος
- Τότε συναίβει το αγγελοβάρεμα κι ο ναύτης έπεσε ξερός κάτω.
- το αγγελόκρουσμα, το χαροπάλεμα, το ψυχορράγημα.
- Ήρθε κι η ώρα του δικού του αγγελοβαρέματος.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
για το χαροπάλεμα:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγελοβάρεμα
|