αγγελοβάρεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγελοβάρεμα τα αγγελοβαρέματα
      γενική του αγγελοβαρέματος των αγγελοβαρεμάτων
    αιτιατική το αγγελοβάρεμα τα αγγελοβαρέματα
     κλητική αγγελοβάρεμα αγγελοβαρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγελοβάρεμα < αγγελο- + βάρεμα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγελοβάρεμα ουδέτερο

  1. ο ξαφνικός, ο αιφνίδιος θάνατος
    Τότε συναίβει το αγγελοβάρεμα κι ο ναύτης έπεσε ξερός κάτω.
  2. το αγγελόκρουσμα, το χαροπάλεμα, το ψυχορράγημα.
    Ήρθε κι η ώρα του δικού του αγγελοβαρέματος.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

για το χαροπάλεμα:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]