αγγελοβλέπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αγγελοβλέπω
- βλέπω τον άγγελο του θανάτου, πεθαίνω, ψυχορραγώ.
- Αφησέ τον ήσυχο! Δε καταλαβαίνεις ότι αγγελοβλέπει;
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγελοβλέπω
|