αγγλικανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγλικανικός < αγγλικαν(ός) + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.gli.ka.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γλι‐κα‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]αγγλικανικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή σχετίζεται με την εκκλησία της Αγγλίας ή κάποια από τις άλλες εκκλησίες ανά τον κόσμο που ακολουθούν το ίδιο δόγμα με αυτήν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγλικανικός
|