αγγλικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγγλικός | η | αγγλική | το | αγγλικό |
γενική | του | αγγλικού | της | αγγλικής | του | αγγλικού |
αιτιατική | τον | αγγλικό | την | αγγλική | το | αγγλικό |
κλητική | αγγλικέ | αγγλική | αγγλικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγγλικοί | οι | αγγλικές | τα | αγγλικά |
γενική | των | αγγλικών | των | αγγλικών | των | αγγλικών |
αιτιατική | τους | αγγλικούς | τις | αγγλικές | τα | αγγλικά |
κλητική | αγγλικοί | αγγλικές | αγγλικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.ɡliˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γλι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]αγγλικός, -ή -ό
- που έχει σχέση με την Αγγλία ή τους Άγγλους
- ※ Μέλι στάζει ο αγγλικός Τύπος για τη σπουδαία πρόκριση της Λίβερπουλ, εκθειάζοντας τον αρχηγό Στίβεν Τζέραρντ και τον Ισπανό προπονητή της Ράφα Μπενίτεθ.
- Αγγλικός Τύπος: Ηταν μια Λίβερπουλ από τα παλιά, Η Καθημερινή, 10 Δεκεμβρίου 2004
- ※ Μέλι στάζει ο αγγλικός Τύπος για τη σπουδαία πρόκριση της Λίβερπουλ, εκθειάζοντας τον αρχηγό Στίβεν Τζέραρντ και τον Ισπανό προπονητή της Ράφα Μπενίτεθ.
- (κατ’ επέκταση) που έχει σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]- εγγλέζικος
- ιγγλέζικος (παρωχημένο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγλικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγγλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αγγλικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)