αγγλιστί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγλιστί < Άγγλ(ος) + -ιστί

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aŋ.ɡliˈsti/

Επίρρημα[επεξεργασία]

αγγλιστί

  1. στα αγγλικά, στην αγγλική γλώσσα
  2. (και ειρωνικό)
    Γιατί μου τα λες αγγλιστί; Μίλα μου ελληνικά.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]