αγγουριά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγγουριά | οι | αγγουριές |
γενική | της | αγγουριάς | των | αγγουριών |
αιτιατική | την | αγγουριά | τις | αγγουριές |
κλητική | αγγουριά | αγγουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγουριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αγγουρία < αγγουρέα < αγγούριν[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.guɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γου‐ριά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγουριά θηλυκό
- (φυτό) μονοετές φυτό (Cucumis sativus), έρπον και αναρριχητικό, με κίτρινα άνθη, του οποίου ο καρπός είναι το αγγούρι
- ※ Ο Δαρβίνος ήταν ίσως ο πρώτος που παρατήρησε ότι τα ελικοειδή «πλοκάμια» που χρησιμοποιεί η αγγουριά για να πιαστεί σε άλλα φυτά ή σε πέργκολες κινούνται με τρόπο που θυμίζει ζώο.
- Βαγγέλης Πρατικάκης, Ετσι σκαρφαλώνει η αγγουριά, Το Βήμα, 3 Σεπτεμβρίου 2012
- ※ Ο Δαρβίνος ήταν ίσως ο πρώτος που παρατήρησε ότι τα ελικοειδή «πλοκάμια» που χρησιμοποιεί η αγγουριά για να πιαστεί σε άλλα φυτά ή σε πέργκολες κινούνται με τρόπο που θυμίζει ζώο.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Αγγούρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγουριά
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγγουριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αγγουριά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)