αγγουροντοματοσαλάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγγουροντοματοσαλάτα | οι | αγγουροντοματοσαλάτες |
γενική | της | αγγουροντοματοσαλάτας | — | |
αιτιατική | την | αγγουροντοματοσαλάτα | τις | αγγουροντοματοσαλάτες |
κλητική | αγγουροντοματοσαλάτα | αγγουροντοματοσαλάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγουροντοματοσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία) σαλάτα με κύρια υλικά την ντομάτα και το αγγούρι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγουροντοματοσαλάτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)