αγενεσία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγενεσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική agenesia ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική agénésie < αρχαία ελληνική ἀ- + γένεσις < γίγνομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ʝe.neˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γε‐νε‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγενεσία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρική ανωμαλία κατά την οποία ένα όργανο, ιστός ή μέλος του σώματος δεν αναπτύσσεται πλήρως ή απουσιάζει εκ γενετής
- ※ Το πρώτο παιδί που είχε αποτυπωθεί από τον ιατροδικαστή αγενεσία φλεβόκομβου που είναι μια πολύ σπάνια πάθηση και οδήγησε το παιδί 7 μηνών να πεθάνει, ουσιαστικά θα τεθεί υπό διερεύνηση, υπάρχει σαν οντότητα επιστημονική. (www.ertnews.gr, 11.02.2022)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- αγενεσία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αγενεσία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)