Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγενεσία

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγενεσία οι αγενεσίες
      γενική της αγενεσίας των αγενεσιών
    αιτιατική την αγενεσία τις αγενεσίες
     κλητική αγενεσία αγενεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγενεσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική agenesia ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική agénésie < αρχαία ελληνική ἀ- + γένεσις < γίγνομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ʝe.neˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγενεσία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγενεσία θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • αγενεσία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • αγενεσία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)