αγιατολάχ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγιατολάχ < (άμεσο δάνειο) αγγλική ayatollah [1] < περσική آیت‌الله (âyatollâh) < αραβική آيَةُ اللّٰه (āyat allāh, σημάδι του Θεού)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγιατολάχ αρσενικό άκλιτο

  1. (ισλαμισμός) ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης ή αρχιερέας των σιιτών μουσουλμάνων
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος δογματικός και απόλυτος στις απόψεις του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]