αγιοκέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγιοκέρι | τα | αγιοκέρια |
γενική | του | αγιοκεριού | των | αγιοκεριών |
αιτιατική | το | αγιοκέρι | τα | αγιοκέρια |
κλητική | αγιοκέρι | αγιοκέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ʝoˈce.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γιο‐κέ‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγιοκέρι ουδέτερο
- το κερί που χρησιμοποιείται στην εκκλησία
- ※ Η λύρα εμαλάκωσε την ώρα / Την πρώιμη χώρα των ονείρων / Όπου η αγάπη έστησε χορό / Με αγιοκέρια με λιβανωτά (Γιώργος Σαραντάρης, Με τα τριζόνια)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)