αγιοκέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιοκέρι τα αγιοκέρια
      γενική του αγιοκεριού των αγιοκεριών
    αιτιατική το αγιοκέρι τα αγιοκέρια
     κλητική αγιοκέρι αγιοκέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγιοκέρι < αγιο- + κερ(ί) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ʝoˈce.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γιο‐κέ‐ρι
αγιοκέρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγιοκέρι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]