αγιοκαταταγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγιοκαταταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγιοκατατάσσω
Μετοχή[επεξεργασία]
αγιοκαταταγμένος
- (θρησκεία) που έχει αγιοκαταταχθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγιοκαταταγμένος