Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγιολογία

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγιολογία οι αγιολογίες
      γενική της αγιολογίας των αγιολογιών
    αιτιατική την αγιολογία τις αγιολογίες
     κλητική αγιολογία αγιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hagiologie ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hagiology < αρχαία ελληνική ἅγιος + λέγω. Μορφολογικά αναλύεται σε αγιο- + -λογία.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ʝi.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγιολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγιολογία θηλυκό

  1. (θρησκεία) κλάδος της θεολογίας που μελετά τη ζωή, το έργο και την τιμή των αγίων μέσα από την εκκλησιαστική γραμματεία και παράδοση
      Η ομιλητική, η υμνογραφία και η αγιολογία συνιστούν τους σπουδαιότερους τομείς λογοτεχνικής παραγωγής αυτής της περιόδου, με κορυφαίους εκπροσώπους τον Ιωάννη Δαμασκηνό, τον Ανδρέα Κρήτης, τον Κοσμά τον Μελωδό, τον Θεόδωρο Στουδίτη, τον άγιο Κλήμεντα κ.ά., από τον κατάλογο των οποίων ωστόσο δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί ο σπουδαιότερος χρονογράφος της εποχής, ο περίφημος Θεοφάνης ο Ομολογητής.
    Σοφία Πατούρα, Το έναρθρο Βυζάντιο, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
  2. (θρησκεία) άλλη μορφή του αγιολόγιο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]