αγιολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιολόγιο τα αγιολόγια
      γενική του αγιολόγιου
αγιολογίου
των αγιολόγιων
αγιολογίων
    αιτιατική το αγιολόγιο τα αγιολόγια
     κλητική αγιολόγιο αγιολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγιολόγιο < άγι(ος) + -ο- + -λόγιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγιολόγιο ουδέτερο

  • βιβλίο με διηγήσεις για τη ζωή των αγίων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]