αγιοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αγιοποιώ (παθητική φωνή: αγιοποιούμαι)
- ανακηρύσσω κάποιον άγιο
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγιοποιώ | αγιοποιούσα | θα αγιοποιώ | να αγιοποιώ | αγιοποιώντας | |
β' ενικ. | αγιοποιείς | αγιοποιούσες | θα αγιοποιείς | να αγιοποιείς | (αγιοποίει) | |
γ' ενικ. | αγιοποιεί | αγιοποιούσε | θα αγιοποιεί | να αγιοποιεί | ||
α' πληθ. | αγιοποιούμε | αγιοποιούσαμε | θα αγιοποιούμε | να αγιοποιούμε | ||
β' πληθ. | αγιοποιείτε | αγιοποιούσατε | θα αγιοποιείτε | να αγιοποιείτε | αγιοποιείτε | |
γ' πληθ. | αγιοποιούν(ε) | αγιοποιούσαν(ε) | θα αγιοποιούν(ε) | να αγιοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγιοποίησα | θα αγιοποιήσω | να αγιοποιήσω | αγιοποιήσει | ||
β' ενικ. | αγιοποίησες | θα αγιοποιήσεις | να αγιοποιήσεις | αγιοποίησε | ||
γ' ενικ. | αγιοποίησε | θα αγιοποιήσει | να αγιοποιήσει | |||
α' πληθ. | αγιοποιήσαμε | θα αγιοποιήσουμε | να αγιοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αγιοποιήσατε | θα αγιοποιήσετε | να αγιοποιήσετε | αγιοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αγιοποίησαν αγιοποιήσαν(ε) |
θα αγιοποιήσουν(ε) | να αγιοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγιοποιήσει | είχα αγιοποιήσει | θα έχω αγιοποιήσει | να έχω αγιοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγιοποιήσει | είχες αγιοποιήσει | θα έχεις αγιοποιήσει | να έχεις αγιοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγιοποιήσει | είχε αγιοποιήσει | θα έχει αγιοποιήσει | να έχει αγιοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγιοποιήσει | είχαμε αγιοποιήσει | θα έχουμε αγιοποιήσει | να έχουμε αγιοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγιοποιήσει | είχατε αγιοποιήσει | θα έχετε αγιοποιήσει | να έχετε αγιοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγιοποιήσει | είχαν αγιοποιήσει | θα έχουν αγιοποιήσει | να έχουν αγιοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγιοποιούμαι | αγιοποιούμουν | θα αγιοποιούμαι | να αγιοποιούμαι | ||
β' ενικ. | αγιοποιείσαι | αγιοποιούσουν | θα αγιοποιείσαι | να αγιοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | αγιοποιείται | αγιοποιούνταν | θα αγιοποιείται | να αγιοποιείται | ||
α' πληθ. | αγιοποιούμαστε | αγιοποιούμασταν αγιοποιούμαστε |
θα αγιοποιούμαστε | να αγιοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | αγιοποιείστε | αγιοποιούσασταν αγιοποιούσαστε |
θα αγιοποιείστε | να αγιοποιείστε | αγιοποιείστε | |
γ' πληθ. | αγιοποιούνται | αγιοποιούνταν | θα αγιοποιούνται | να αγιοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγιοποιήθηκα | θα αγιοποιηθώ | να αγιοποιηθώ | αγιοποιηθεί | ||
β' ενικ. | αγιοποιήθηκες | θα αγιοποιηθείς | να αγιοποιηθείς | αγιοποιήσου | ||
γ' ενικ. | αγιοποιήθηκε | θα αγιοποιηθεί | να αγιοποιηθεί | |||
α' πληθ. | αγιοποιηθήκαμε | θα αγιοποιηθούμε | να αγιοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | αγιοποιηθήκατε | θα αγιοποιηθείτε | να αγιοποιηθείτε | αγιοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | αγιοποιήθηκαν αγιοποιηθήκαν(ε) |
θα αγιοποιηθούν(ε) | να αγιοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγιοποιηθεί | είχα αγιοποιηθεί | θα έχω αγιοποιηθεί | να έχω αγιοποιηθεί | αγιοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις αγιοποιηθεί | είχες αγιοποιηθεί | θα έχεις αγιοποιηθεί | να έχεις αγιοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγιοποιηθεί | είχε αγιοποιηθεί | θα έχει αγιοποιηθεί | να έχει αγιοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγιοποιηθεί | είχαμε αγιοποιηθεί | θα έχουμε αγιοποιηθεί | να έχουμε αγιοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγιοποιηθεί | είχατε αγιοποιηθεί | θα έχετε αγιοποιηθεί | να έχετε αγιοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγιοποιηθεί | είχαν αγιοποιηθεί | θα έχουν αγιοποιηθεί | να έχουν αγιοποιηθεί |