αγιωνυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγιωνυμία θηλυκό
- (θρησκεία) η απόδοση του χαρακτηρισμού «άγιος» σε πρόσωπο ή τόπο
- (θρησκεία) η αγιοποίηση
- (θρησκεία) άλλη μορφή του αγιωνύμιο
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγιωνυμία