αγιωνυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγιωνυμία θηλυκό
- χαρακτηρισμός τόπου ή προσαγόρευση προσώπου με το επίθετο άγιος ("αγιώνυμο όρος", "άγιος Αθηνών"...)
- (Εκκλ.) Εσφαλμένος όρος για την ανακήρυξη αγίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγιωνυμία