αγιωτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αγιωτικά
      γενική των αγιωτικών
    αιτιατική τα αγιωτικά
     κλητική αγιωτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγιωτικά, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγιωτικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγιωτικά ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία
  2. θεραπευτικά μέσα διαφόρων ασθενειών με τη χρησιμοποίηση θεραπευτικών τελετών, όπως οι παρακλήσεις, οι αγιασμοί, οι εξορκισμοί, ή αντικειμένων, όπως το κάπνισμα με αγιασμένα φύλλα ελιάς ή με άνθη του επιταφίου ( αγιολούλουδα)

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αγιωτικά