αγιόφιδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιόφιδο τα αγιόφιδα
      γενική του αγιόφιδου των αγιόφιδων
    αιτιατική το αγιόφιδο τα αγιόφιδα
     κλητική αγιόφιδο αγιόφιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα αγιόφιδο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγιόφιδο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγιόφιδο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]