αγκαίνιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκαίνιαστος < α- στερητικό + γκαινιαστός < 'γκαινιαστός < εγκαινιάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
αγκαίνιαστος, -η, -ο
- (για ναούς που δεν καθιερώθηκαν με την εκκλησιαστική τελετή των εγκαινίων) αυτός που δεν εγκαινιάστηκε, ανεγκαινίαστος
- αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, αμεταχείριστος, καινούργιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκαίνιαστος
|