αγκαζάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈza.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκα‐ζά‐ρω
Ρήμα
[επεξεργασία]αγκαζάρω, αόρ.: αγκαζάρισα, παθ.φωνή: αγκαζάρομαι, π.αόρ.: αγκαζαρίστηκα, μτχ.π.π.: αγκαζαρισμένος
- δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ των προτέρων την υπόσχεσή του
- αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας
- προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγκαζάρισμα
- → δείτε τη λέξη αγκαζέ
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγκαζάρω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγκαζάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.