αγκαθοκόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκαθοκόπος αρσενικό
- δρεπάνι χρήσιμο για την κοπή αγκαθιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκαθοκόπος
|