αγκαλιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγκαλιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγκαλιάζω
  2. θα αγκαλιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγκαλιάζω
  3. να αγκαλιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγκαλιάζω