αγκαλιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκαλιασμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου αγκαλιάζω / αγκαλιάζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
αγκαλιασμένος, -η, -ο
- που έχει αγκαλιαστεί με κάποιον άλλον