αγκαλιαστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αγκαλιαστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγκαλιάζομαι
- θα αγκαλιαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγκαλιάζομαι
- να αγκαλιαστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγκαλιάζομαι