αγκιναροφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκιναροφαγία < αγκινάρ(α) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκιναροφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
- η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας από αγκινάρες για φαγητό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκιναροφαγία
|