αγκομάχημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκομάχημα < αγκομαχώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκομάχημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του αγκομαχώ, το λαχάνιασμα ή το ψυχορράγημα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκομάχημα
|