αγκυροβολία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκυροβολία < (μαρτυρείται από το 1835) αγκυροβολώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκυροβολία θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκυροβολία
|