αγκυρωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκυρωτικός η αγκυρωτική το αγκυρωτικό
      γενική του αγκυρωτικού της αγκυρωτικής του αγκυρωτικού
    αιτιατική τον αγκυρωτικό την αγκυρωτική το αγκυρωτικό
     κλητική αγκυρωτικέ αγκυρωτική αγκυρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκυρωτικοί οι αγκυρωτικές τα αγκυρωτικά
      γενική των αγκυρωτικών των αγκυρωτικών των αγκυρωτικών
    αιτιατική τους αγκυρωτικούς τις αγκυρωτικές τα αγκυρωτικά
     κλητική αγκυρωτικοί αγκυρωτικές αγκυρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκυρωτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αγκυρωτικός, -ή, -ό

  • που αγκυρώνει / σταθεροποιεί
    ※  Ο αγκυρωτικός μηχανισμός θα εδράζεται σε θήκη από πλαστικό και θα ολισθαίνει επί αυτής κατά την αξονική μετακίνηση του σωλήνα (Τεχνική περιγραφή - τεχνικές προδιαγραφές, dionysos.gr, Δήμος Διονύσου, ανακτήθηκε στις 23/12/2022)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]