αγκυρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκυρωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αγκυρωτικός, -ή, -ό
- που αγκυρώνει / σταθεροποιεί
- ※ Ο αγκυρωτικός μηχανισμός θα εδράζεται σε θήκη από πλαστικό και θα ολισθαίνει επί αυτής κατά την αξονική μετακίνηση του σωλήνα (Τεχνική περιγραφή - τεχνικές προδιαγραφές, dionysos.gr, Δήμος Διονύσου, ανακτήθηκε στις 23/12/2022)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκυρωτικός
|