αγνωμονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγνωμονῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγνωμονώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγνωμονῶ, συνηρημένος τύπος του ἀγνωμονέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣno.moˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γνω‐μο‐νώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αγνωμονώ, πρτ.: αγνωμωνούσα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • s.v. «αγνώμων» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.