αγνώριστος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αγνώριστος -η -ο
- που δεν μπορείς να τον αναγνωρίσεις επειδή έχει αλλάξει πολύ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγνώριστος