αγορά εργασίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αγορά εργασίας θηλυκό
- (οικονομία) προσδιορισμός της αλληλεπίδρασης της προσφοράς και ζήτησης εργασίας
- το σύνολο των οργάνων και διαδικασιών επί της παραπάνω αλληλεπίδρασης.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγορά εργασίας