αγορήτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγορήτρια οι αγορήτριες
      γενική της αγορήτριας των αγορητριών
    αιτιατική την αγορήτρια τις αγορήτριες
     κλητική αγορήτρια αγορήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγορήτρια < αγορητής + -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγορήτρια θηλυκό

  • αυτή που αγορεύει, που εκφωνεί μια ομιλία, συνήθως σε μια συνεδρίαση πολιτικού σώματος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]