αγορήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγορήτρια θηλυκό
- αυτή που αγορεύει, που εκφωνεί μια ομιλία, συνήθως σε μια συνεδρίαση πολιτικού σώματος