αγορασιμότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγορασιμότητα οι αγορασιμότητες
      γενική της αγορασιμότητας των αγορασιμοτήτων
    αιτιατική την αγορασιμότητα τις αγορασιμότητες
     κλητική αγορασιμότητα αγορασιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγορασιμότητα οι αγορασιμότητες
      γενική της αγορασιμότητας των αγορασιμοτητών
    αιτιατική την αγορασιμότητα τις αγορασιμότητες
     κλητική αγορασιμότητα αγορασιμότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

αγορασιμότητα < αγοράσιμος + -ότητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγορασιμότητα θηλυκό

  • το να μπορεί κάτι να αγοραστεί, η δυνατότητα αγοράς πράγματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]