αγορασμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γο‐ρα‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αγορασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγοράζω
- ⮡ αυτό το χαλί είναι αγορασμένο από την Ινδία, τότε που είχαμε πάει ταξίδι εκεί