αγουρίδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγουρίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγουρίδα < άγουρος + -ίδα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣuˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γου‐ρί‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγουρίδα θηλυκό
- άγουρο σταφύλι
- (γενικότερα) άγουρος καρπός
Παροιμίες
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγουρίδα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίδα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)