αγρίλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγρίλι | τα | αγρίλια |
γενική | του | αγριλιού | των | αγριλιών |
αιτιατική | το | αγρίλι | τα | αγρίλια |
κλητική | αγρίλι | αγρίλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγρίλι < αγριελιά < (ελληνιστική κοινή) ἀγριελαία / ἀγριέλαιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγρίλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (φυτό) αγριελιά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγρίλι
|