αγρανάπαυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγρανάπαυση | οι | αγραναπαύσεις |
γενική | της | αγρανάπαυσης* | των | αγραναπαύσεων |
αιτιατική | την | αγρανάπαυση | τις | αγραναπαύσεις |
κλητική | αγρανάπαυση | αγραναπαύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγραναπαύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγρανάπαυση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀγρανάπαυ(σις) + -ση < αγρ- αρχαία ελληνική ἀγρ(ός) + ἀνάπαυσις. → δείτε τις λέξεις αγρός και ανάπαυση]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγρανάπαυση θηλυκό
- (γεωπονία) η διακοπή της καλλιέργειας ενός αγρού για κάποιο χρονικό διάστημα, συνήθως ενός έτους, που γίνεται για να μπορέσει το έδαφος να ανακτήσει τα θρεπτικά συστατικά του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγρ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωπονία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)