Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγριεύομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγριεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος αγριεύω

αγριεύομαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]