αγριεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριεύω < άγριος

Ρήμα[επεξεργασία]

αγριεύω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάποιον ή κάτι άγριο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο άγριος
  3. (αμετάβατο) θυμώνω, δείχνω θυμό, οργή, αγανάκτηση με λόγια ή με το βλέμμα μου

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]