αγριλίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγριλίσιος | η | αγριλίσια | το | αγριλίσιο |
γενική | του | αγριλίσιου | της | αγριλίσιας | του | αγριλίσιου |
αιτιατική | τον | αγριλίσιο | την | αγριλίσια | το | αγριλίσιο |
κλητική | αγριλίσιε | αγριλίσια | αγριλίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγριλίσιοι | οι | αγριλίσιες | τα | αγριλίσια |
γενική | των | αγριλίσιων | των | αγριλίσιων | των | αγριλίσιων |
αιτιατική | τους | αγριλίσιους | τις | αγριλίσιες | τα | αγριλίσια |
κλητική | αγριλίσιοι | αγριλίσιες | αγριλίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγριλίσιος < αγριλιά
Επίθετο[επεξεργασία]
αγριλίσιος, -ια, -ιο
- φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγριλίσιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)