αγριοβόρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριοβόρι τα αγριοβόρια
      γενική
    αιτιατική το αγριοβόρι τα αγριοβόρια
     κλητική αγριοβόρι αγριοβόρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριοβόρι < αγριο- + βορ(ιάς) + [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈvo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρι‐ο‐βό‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγριοβόρι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]