αγριολούλουδο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγριολούλουδο ουδέτερο
- λουλούδι που φυτρώνει μόνο του στη φύση, δεν το έχει καλλιεργήσει κάποιος άνθρωπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγριολούλουδο
|