αγριομούλαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριομούλαρο τα αγριομούλαρα
      γενική του αγριομούλαρου των αγριομούλαρων
    αιτιατική το αγριομούλαρο τα αγριομούλαρα
     κλητική αγριομούλαρο αγριομούλαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριομούλαρο < αγριο- + μουλάρι + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγριομούλαρο ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]